- αμεινότερος
- ἀμεινότερος, -α, -ον (Α) [ἀμείνων]άλλος τύπος συγκριτικού βαθμού τού ἀγαθὸς αντί τού ἀμείνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… … Dictionary of Greek